ἀπηρής

ἀπηρής
ἀπηρής
unh armed
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απηρής — ἀπηρής, ές κ. ἄπηρος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καμία σωματική ή πνευματική αναπηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πηρός «σακάτης»] …   Dictionary of Greek

  • ἀπηρεῖς — ἀπηρής unh armed masc/fem acc pl ἀπηρής unh armed masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπηρέα — ἀπηρής unh armed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀπηρής unh armed masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπηρέσιν — ἀπηρής unh armed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπηρῶς — ἀπηρής unh armed adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παναπηρής — παναπηρής, ές (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που δεν υπέστη κανέναν ακρωτηριασμό, καθ όλα ακέραιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀπηρής «αρτιμελής»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”